- αλτηρία
- η ἁλτηρία, η (Α) [ἁλτήρ]η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλτηρία — ἁλτηρίᾱ , ἁλτηρία use of fem nom/voc/acc dual ἁλτηρίᾱ , ἁλτηρία use of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλτηρίᾳ — ἁλτηρίᾱͅ , ἁλτηρία use of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλτήρια — η ἁλτήρια, τα (Α) [ἁλτήρ] μικροί αλτήρες … Dictionary of Greek
ἁλτηρίαν — ἁλτηρίᾱν , ἁλτηρία use of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… … Dictionary of Greek